Ἡ γῆ μέλαινα πίνει. — См. И курица пьет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
διψομανία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ακατανίκητης τάσης προς πόση. Ο διψομανής δεν προτιμά κατ’ ανάγκη τα οινοπνευματούχα ποτά, αλλά συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, όπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., ενώ σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
ζυθοπότης — ο, θηλ. ζυθοπότις, ιδος 1. αυτός που πίνει ζύθο 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, αυτός που τού αρέσει να πίνει μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης, χασισο πότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
υδροπότης — (hydropotes). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των Ελαφιδών. Ανήκει στην ομάδα των ελαφινών της Ασίας και είναι το μόνο που δεν έχει κέρατα (ούτε και το αρσενικό). Περιλαμβάνει ένα μόνον είδος, τον υ. τον άοπλο,… … Dictionary of Greek
ζυθοπότης — ο 1. αυτός που πίνει ζύθο. 2. αυτός που πίνει πολύ ζύθο, που του αρέσει να πίνει μπίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρατοπότης — (I) ἀκρατοπότης, ο (Α) αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρατος + πότης. ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι]. (II) ο (Μ ἀκρατοπότης) αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατής + πότης. ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
γλυκοποσία — γλυκοποσία, η (Μ) το να πίνει κανείς γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + πόσις «το ποτό, το να πίνει κανείς»] … Dictionary of Greek
εύποτος — η, ο (ΑΜ εὔποτος, ον) αυτός που πίνεται εύκολα ή ευχάριστα αρχ. 1. (για σκεύος) αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να πίνει εύκολα 2. συνηθισμένος να πίνει, επιρρεπής στο πιοτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποτός (< πίνω), πρβλ. ά ποτος, δύσ ποτος] … Dictionary of Greek